- λιμάρισμα
- το, -ατοςη λείανση με λίμα, το ακόνισμα: Το λιμάρισμα των νυχιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιμάρισμα — το 1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση 2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. ακόν ισμα)] … Dictionary of Greek
λιμαρίδι — το ξύσμα που βγαίνει από το λιμάρισμα, τα ρινίσματα από το λιμάρισμα μετάλλου ή ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω + περιληπτ. κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι, σκουπ ίδι)] … Dictionary of Greek
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
ρίνιση — η, Ν [ρινίζω] η απόξεση με ρίνη, με λίμα, το λιμάρισμα … Dictionary of Greek
ρίνισμα — το / ῥίνισμα, ΝΜΑ [ῥινίζω] το ψήγμα, το απόξεσμα που πέφτει από σκληρό σώμα, συνήθως μέταλλο, την ώρα που ρινίζεται, που αποξέεται με τη λίμα («ρινίσματα σιδήρου») νεοελλ. η ενέργεια τού ρινίζω, το λιμάρισμα … Dictionary of Greek
ρίνισμα — το, ατος το λιμάρισμα· στον πληθ., ρινίσματα τα μόρια που πέφτουν από το σκληρό σώμα που ρινίζουμε, τα ρινίδια ή λιμαρίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)